- Όσλο
- (Oslo). Πόλη (461 127 κάτ.) πρωτεύουσα της Νορβηγίας και της κομητείας Άκερσχους (4.917 τ. χλμ.). Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της χώρας, στους πρόποδες μερικών λοφωδών ανάγλυφων, στον μυχό του ομώνυμου φιορδ, που ανοίγεται στα Ν προς το Σκαγερράκη και είναι ελεύθερο από τους πάγους και κατά τους χειμερινούς μήνες: αυτός ήταν ένας από τους λόγους που ευνόησαν τη λιμενική και εμπορική ανάπτυξη του Ό.
Η πόλη, που ιδρύθηκε γύρω στα μέσα του 11ου αι. από τον βασιλιά Χαράλδο τον Καλλίκομο, έγινε αμέσως επισκοπική έδρα. Γύρω στο 1300, ο Χάκων E’ τη διάλεξε ως βασιλική έδρα και έχτισε το Άκερσχους, το επιβλητικό φρούριο που δεσπόζει σήμερα της πόλης. Κατά τη διάρκεια του 14ου αι. το Ό. προσχώρησε στη Χανσεατική Ένωση και άκμασε ως μεγάλο κέντρο εμπορίου με τη βόρεια και κεντρική Ευρώπη· παράκμασε όμως οικονομικά όταν συντελέστηκε (1937) η ένωση Νορβηγίας και Δανίας. Το 1624 καταστράφηκε από πυρκαγιά και ανοικοδομήθηκε από τον βασιλιά Χριστιανό Δ’ ακόμα δυτικότερα και ονομάστηκε Χριστιανία, ονομασία που διατήρησε έως το 1925, οπότε ξαναπήρε την ονομασία Ό. Το 1814 ορίστηκε πρωτεύουσα της Νορβηγίας, που χωρίστηκε από τη Δανία και η χρονολογία αυτή σημείωσε την επανάληψη μιας έντονης πνευματικής ζωής που είχε ως κέντρο της το πανεπιστήμιο (1811), καθώς και οικονομικής με την εκ νέου άνθηση του εμπορίου και της βιομηχανίας. Η πόλη έχει ενδιαφέροντα κτίρια και ευρείες λεωφόρους (κυριότερη είναι η Καρλ Γιόχανσγκατε). Μεταξύ των διάφορων πολιτιστικών ιδρυμάτων υπάρχουν πολυάριθμα μουσεία, όπως η Εθνική Πινακοθήκη, το Ιστορικό Μουσείο, το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών και το Μουσείο των Βίκινγκς.
Η βιομηχανία ακμάζει στους τομείς μεταλλομηχανουργίας, χημικών προϊόντων, ηλεκτρομηχανουργίας, ειδών διατροφής χαρτοποιίας και ένδυσης. Από το λιμάνι του Ό. εξάγονται ξυλεία, ξυλοπολτός, χαρτί, ψάρια και εισάγονται δημητριακά, κηπευτικά, λίπη, καύσιμα και πρώτες ύλες για τις βιομηχανίες μεταλλομηχανουργίας και χημικών προϊόντων.
Η απονομή των βραβείων Νόμπελ στο Όσλο.
Άποψη του γραφικού Όσλο, το χειμώνα.
Dictionary of Greek. 2013.